Τετάρτη 25 Φεβρουαρίου 2015

Η γουρλού και η .... χαρτοπαίχτρα!


Η κυρία Αλέκα, μια ευκατάστατη, αστή της δεκαετίας του 1960, παντρεμένη με δύο παιδιά της παντρειάς, ταλαιπωρεί τον εαυτό της αλλά και τους γύρω της με το πάθος που έχει για την χαρτοπαιξία. Και επειδή χάνει πολλά χρήματα αναγκάζεται να μην πληρώνει τον ηλεκτρικό, να πουλάει διάφορα αντικείμενα από το σπίτι, να μην πληρώνει το μισθό της οικιακής βοηθού, να μην πληρώνει τη μοδίστρα και να φτάνει στο σημείο όχι μόνο να χρωστάει σε όλους αλλά να αρχίσει να λέει διάφορα ψέμματα για να καλύψει τις χασούρες της...

Το πιο χαριτωμένο σημείο της ταινίας είναι η Μαριγώ η οικιακή βοηθός η οποία σύμφωνα με την κυρία Αλέκα είναι γουρλού και την ξυπνάει μέσα στα μεσάνυχτα και της ζητά να κάτσει δίπλα της μπας και γυρίσει το γούρι και φύγει η γρουσουζιά... 



Ένα βράδυ μάλιστα καταλήγει στο τμήμα μαζί με όλους τους συμπαίκτες της... και τότε ο άντρας της αποφασίζει να πάρει το πάνω χέρι και ύστερα απο παρότρυνση  ενός συναδέλφου του, για να την φέρει στα λογικά της αρχίζει να αφήνει υπόνοιες ότι έχει εξωσυζυγική σχέση με την φίλη της γυναίκας του και γειτόνισσα τη κυρία Λελέ του πάνω ορόφου ώστε να κάνει την Αλέκα να ζηλέψει και να παρατήσει τα χαρτιά... 


Παρόλο που ορκίζεται ότι δεν θα ξαναπαίξει ποτέ... τελικά στο τέλος... το πάθος όπως πάντα νικά!


 (χτυπάει το τηλέφωνο)
Μαριγώ: Χριστός και Παναγία ούτε έναν ύπνο δεν μπορείς να κάνεις σε αυτό το σπίτι..Εμπρός!
Αλέκα: Εε.. Μαριγώ!
Μαριγώ: Ααα εσύ είσαι κυρά μου..
Αλέκα:  Δε μου λες ήρθε ο κύριος; Οχι; Ούτε τα παιδιά; Ααα ... δε μου λες Μαριγώ μου.. Τι κάνεις εκει πέρα; Κάνε μου μια χάρη να χαρείς... έλα πάνω μια στιγμούλα να κάτσεις δίπλα μου να μου φέρεις λίγο γούρι εε; Όχι;
Μαριγώ: Μα δε μπορώ κυρά μου.. είμαι με το νυχτικό μου! Τι; Να ντυθώ; Άσε με και μένα να κλείσει λίγο το μάτι μου... τι πράγμα είναι αυτό; όλη μέρα κάθε μέρα στο πόδι; τόσο πια δεν με σκεφτεσαι; μπορώ κάθε βράδυ να ξενυχτάω;
Αλέκα: Καλά .. καλά άστη τη γρουσουζιά, καλά αμα δεν μπορείς κοιμήσου τώρα να δω τι θα καταλάβεις που κοιμάσαι τόσο καιρό! Άντε καλά γεια σου!
(και της κλείνει το ακουστικό)






Και βέβαια έγινε... της κακομοίρας!


Και να! μια ταινία που έμεινε στην Ιστορία του Ελληνικού Κινηματογράφου... μια ταινία με τον θρυλικό μπακαλόγατο Ζήκο! Μια ταινία που έκανε την πρεμιέρα της μια ζεστή ημέρα τον Ιούνη του 1963!

Βρισκόμαστε στην Αθήνα, δεκαετία του 1960, σε μια κλασική γειτονιά με απλούς ανθρώπους του μόχθου και του απλού μεροκάματου. Το σκηνικό γεμίζουν τα όμορφα γραφικά στενάκια, οι αυλές οι μοσχοβολιστές στα λουλούδια, οι γεμάτες χαμογελαστά πρόσωπα, όπου η "καλημέρα" δεν ήταν μια λέξη που την έλεγες και έπεφτε χάμω...

Στο κέντρο όλων το κλασικό παραδοσιακό μπακάλικο του κυρ Παντελή όπου γίνεται το κέντρο εμπορικήςκαι κοινωνικής κίνησης όλων των ανθρώπων που ζουν και εργάζονται στη γειτονιά..

Και όπως πάντα ... ένας μεσήλιξ θέλει να νυμφευτεί όχι με την Αρτεμησία που είναι μιας κάποιας ηλικίας αλλά με ένα μπουμπούκι που θα έπρεπε μόνο να χαμηλώνει τη ματιά μπροστά του αλλά στη ταινία μας ο κυρ Παντελής τολμά να το  ... κόψει!

Η κα Καραζαμπούκου που θυμώνει επειδή δεν ήρθε η παραγγελία της, ο Ζήκος που σταμάτησε πριν παραδώσει την παραγγελία να παίξει ποδοσφαιράκι στο καφενείο της γειτονιάς, ο κυρ Παντελής που χαμουρεύεται κοριτσόπουλα, η προξενήτρα μας, ο Αργύρης ο νέος που αγαπά το μπουμπούκι της ιστορίας μας τη Λίτσα, ο Κιτσάρας ο κολλητός του που τα έχει με τη Φιφικάρα μας και φυσικά ... ο Ζήκος!

"Αει στο διάολο πια... Ζήκο και Ζήκο!"

 [Μιλάει στο τηλέφωνο]
ΖΗΚΟΣ: Άντε μαντάμ μπρος! Κατάστημα τροφίμων, εδώ 'ποδιευθυντής!
ΠΑΝΤΕΛΗΣ: [Του ρίχνει ένα φάσκελο]
ΖΗΚΟΣ: Στα μούτρα σου!... Με συγχωρείτε μαντάμ! Δεν ήταν για σας! Μου στείλανε ένα τηλεγράφημα και το 'στειλα πίσω!

[Ο Χατζηχρήστος παίρνει το τσιγάρο του Ρίζου και το καπνίζει]
ΖΗΚΟΣ: Άλλαξες μάρκα πάλι;
ΚΙΤΣΑΡΑΣ (ΡΙΖΟΣ): Ναι.
ΖΗΚΟΣ: Ε, δεν πας στο διάολο, αλλάζεις όλο μάρκες, θα μου κάνεις το λαιμό μου χάλια, δεν μπορώ να μιλήσω! Μια μάρκα θα φουμάρεις!

(ο Ζήκος ψυχανεμίζεται)
ΖΗΚΟΣ: Ο μόνος μορφωμένος και λογιστικά κατερτισμένος ειμι ηγώ. Μάλιστα εμένα που με βλέπεις, εγώ. Διότι εγώ κρατάω και τα βιβλία στο μαγαζί. Τα κρατάω, δεν τα κρατάω δηλαδή όλα πάνω μου γιατί κουράζομαι. Τα πάω από δω εκεί τ’ αφήνω. Είμαι και σχολικά μορφωμένος. Είμαι τελειόφοιτος τετάρτης δημοτικού. 16 χρόνια σχολιό κύριε Μανόλη εμένα που με βλέπεις. Μάλιστα 16. Έτσι 4 χρόνια κάθε τάξη. Δεν είμαι σαν κι αυτουνούς κυρ Μανώλη εγώ που πάνε ένα χρόνο και σου λέει τα μάθαμε όλα. Τι να μάθεις ρε κύριε σε ένα χρόνο?! Τι να μάθεις? Μέχρι να πάς ντανγκα ντανγκ το καμπανάκι διάλειμμα, βγαίνεις όξω. Μετά έχουμε γιορτές, καθαροδευτέρες, έχουμε 25η Μαρτίου που θα προλάβεις? Ενώ εγώ 4 χρόνια σχολείο, κάθομαι πήζει το μυαλό μου και βγαίνω αμέσως, παίρνω και το χαρτί, είμαι φτηχιούχος λογιστικής. Άσε που ξέρω προπαίδεια. 5*7=35 με την πρώτη, 6*8=48, 7*8=56. Τώρα μαθαίνω το 8*9.



Ζήκο ... Ζήκο είσαι εδώ;




Έξω οι κλέφτες!!

Βασικά φωνάζει ο κλέφτης για να το ακούσει ο νοικοκύρης...

1965 και ο Τίμος Λάμπρου έτυχε να είναι φτωχός, έτυχε να είναι λογιστής αλλά έτυχε να είναι και πολύ μα πάρα πολύ τίμιος.. Δεν μπορεί να πει ψέμα σε καμιά περίπτωση ούτε μπορεί να αποκρύψει μια συνομωσία ή μια παράνομη πράξη..

Απο την άλλη έχουμε μια καθωσπρέπει  οικογένεια, την οικογένεια του στρατηγού Σόλων Καραλέοντα,  με την καρδιακή γυναίκα του Λία, τον αδελφό της τον κλέφτη τον Αντώνη και τη γυναίκα του τη σπάταλη ονομάζουσα Λέλα..

Μέσα στους βασικούς πρωταγωνιστές μας υπάρχει και ένας Τζων Πάππας, ένας και καλά πολύ πλούσιος θείος που έχει κάνει την τύχη του στην Αμερική και στέλνει χρήματα στην οικογένεια της Λίας..

Και όλη η ιστορία αρχίζει με ένα γράμμα που έστειλε και καλά ο Τζων Πάππας ο οποίος είναι ναι μεν υπαρκτό πρόσωπο αλλά ... φτωχαδάκι κατά τα άλλα.. κι έτσι σαν ένα γαιτανάκι αρχίζει να ξετυλίγεται η ιστορία μας με όλους τους παραπάνω πρωταγωνιστές που "χορεύουν" μπροστά μας με ένα τόσο κωμικό τρόπο που δεν μπορούμε παρά να γελάσουμε και να περάσουμε όμορφα μαζί με όλους αυτούς τους χαρισματικούς ανθρώπους..

ΤΙΜΟΣ (ΗΛΙΟΠΟΥΛΟΣ): Στρατηγάκο μου. Είναι όλοι κλέφτεεεες. Λωποδύτεεεες!
ΣΟΛΩΝ (ΠΑΠΑΓΙΑΝΝΟΠΟΥΛΟΣ): Κάτσε καλά ρε, θα σε τσακίσω!
ΤΙΜΟΣ: Εμένα θα τσακίσεις; Τους κλέφτες να τσακίσεις. Τον αξιότιμο κύριο κουνιάδο σου, που έχει κατακλέψει τον οργανισμό.
ΣΟΛΩΝ: Πώς το λες αυτό ρε; Πώς το ξέρεις;
ΤΙΜΟΣ: Εγώ το λέω; Τα βιβλία το λένε. Έλεγχο δεν κάνω;
ΣΟΛΩΝ: Και βρήκες ατασθαλίες στα βιβλία;
ΤΙΜΟΣ: Ου... ου... μύλος γίνεται στον οργανισμό, στρατηγάκο μου. Ο κλέψας, του κλέψαντος, τω κλέψαντι, ω παλιοκλέψαντες και παλιοκλεφταρέοι...
ΣΟΛΩΝ: Μη φωνάζεις ρε! Μη φωνάζεις!
ΤΙΜΟΣ: Μα τόσο κορόιδο είσαι, στρατηγάκο μου; Πώς στη σκάσανε έτσι;
ΣΟΛΩΝ: Θα σου έρθει καμιά ξανάστροφη, μ 'ακούς; Μη με λες στρατηγάκο μου.
ΤΙΜΟΣ: Ωραία. Σόλωνα.
ΣΟΛΩΝ: Ούτε και Σόλωνα.
ΤΙΜΟΣ: Σολωνάκο μου, Σολωνάκο μου.





Δευτέρα 7 Ιουλίου 2014

Τρούμπα και κόκκινα φανάρια!


Είμαστε στο 1963 και εκεί ανάμεσα στα κακόφημα μπαρ, τα καμπαρέ και τους οίκους ανοχής μαθαίνουμε τις ιστορίες πέντε γυναικών. Η Ελένη, μια κοπέλα που μεγάλωσε στις όχθες του Δούναβη και σπούδασε γλυπτική στο Βουκουρέστι, αλλά ο πόλεμος την έφερε στην Ελλάδα. Η Μαίρη που ερωτεύεται παράφορα ένα ξανθό αγόρι το οποίο μαζί της γνώρισε για πρώτη φορά τον έρωτα. Η Μαρίνα, η «πριγκίπισσα», που συναντά κρυφά ένα νεαρό φοιτητή και είναι έρμαιο στα χέρια του Μιχαλιού, του αδυσώπητου πατρώνου της. Η Άννα, που κρατάει καλά φυλαγμένο το μεγάλο μυστικό της, την ύπαρξη ενός παιδιού, το οποίο εκείνη σπουδάζει κρυφά. Η Μυρσίνη, μια νεόκοπη ιερόδουλη, η μόνη που βλέπει τις αλλαγές που έρχονται. Τα κορίτσια ζουν και εργάζονται στο "σπίτι" με τα κόκκινα φανάρια της Μαντάμ Μαρί, που βρίσκεται στην Τρούμπα του Πειραιά και ονομάζεται Phryne's Bar. Λίγο αργότερα θα κλείσουν όλα τα σπίτια της Τρούμπας. Και τι θα γίνει;;

Πρόσφατα διάβασα σε ένα μπλογκ ότι η τρούμπα πήρε το όνομά της από μία τρόμπα που υπήρχε στην περιοχή του Πειραιά από όπου αντλούσαν νερό τα ατμόπλοια. Να! που κάτι μαθαίνεις καινούριο που δεν το ήξερες εχθές... 

Όλα αυτά τα όνειρα που τολμούν να έχουν όλες αυτές οι κοπέλες... καταρρέουν σαν πύργος από τραπουλόχαρτα... ο καπετάνιος που δε γυρίζει πια.. ο νεαρός που έμαθε ότι αγαπά μια ιερόδουλη και έπεσε από τα σύννεφα.. ο  παρθένος που δεν μπορεί να ξεκολλήσει αλλά πρέπει γιατί τα έθιμα και η ζωή το απαιτούν... και άλλα πολλά..

Και μέσα σε όλα αυτά... υπάρχει και η ιστορία της καθαρίστριας που δεν καθαρίζει μόνο το κακόφημο σπίτι αλλά καθαρίζει και ότι μπορεί να ακούει και να συμβαίνει εκεί μέσα... 

Αυτή η ταινία ζητάει να πάρουμε μια βαθιά ανάσα και να δώσουμε μιά και να τα διαλύσουμε όλα... γιατί πρέπει να ζήσουμε ότι και αν έχει συμβεί στο παρελθόν... πάρτε την ανάσα σας και δείτε την ταινία για άλλη μια φορά... το τέλος μπορεί και να σας ξελαφρώσει!

Ααα! και η ατάκα μας.... "Μη φύγεις Ντορή, θα φαρμακωθώ!"


Μία λεμονάδα από λεμόνια;;



Βρισκόμαστε στο 1960, όπου ακόμα οι σύζυγοι είναι παθολογικά ζηλιάρηδες με τις γυναίκες τους και όλα τους φαίνονται ύποπτα...

  • Το φως που αναβοσβήνει... σαν να κάνει σήμα σε κάποιον, 
  • ο μουστακαλής απέναντι που ανάβει το ένα τσιγάρο μετά το άλλο... περιμένοντας κάτι, 
  • οι περίεργες εξόδοι της γυναίκας του μαζί με τη φιλενάδα που πάντα λέει ψέμματα και κάπως τα έχουν συνεννοηθεί μεταξύ τους,
  • τα ζευγαράκια που το κάνουν στους θάμνους,
  • οι δύο πορτοκαλάδες πάνω σε τραπέζι,
  • και βεβαίως, τα κίτρινα γάντια.


Και φτάνουμε στον Μπρίλη ο οποίος κλέβει την παράσταση με τις ατάκες του, όλοι όσοι παρακολουθούμε να δούμε τι θα γίνει παρακάτω, μας κάνει ιδιαίτερη εντύπωση το παιδί για όλες τις δουλειές σε εκείνο το μαγαζάκι που καταλήγει ο άρρωστος σύζυγος:

Μπρίλης: Τι θέτε; θέτε τίποτα;
Ορέστης: Έχεις πορτοκαλάδα ρε;
Μπρίλης: Πορτοκαλάδα θέτε;
Ορέστης: Ναι!
Μπρίλης: Από πορτοκάλια;
Ορέστης: Όχι από μούσμουλα...

Σας προτείνω λοιπόν να την ξαναδείτε την ταινία αυτή γιατί τελικά, όλη αυτή η παρεξήγηση συμβαίνει και στις δικές μας ζωές απλά εμείς δε γελάμε... γιατί δεν γελάμε άραγε... αυτό το αφήνω σε εσάς!